- ιταλομαθής
- -ής, -έςγεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή, αυτός που έχει μάθει την ιταλική γλώσσα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ιταλομαθής — ές αυτός που γνωρίζει και χειρίζεται καλά τα ιταλικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ἰταλός + μαθής (< μάθος, το < μανθάνω), πρβλ. αγγλο μαθής, γαλλο μαθής] … Dictionary of Greek
-μαθής — (AM μαθής) β συνθετικό λόγιας προέλευσης επιθέτων < αρχ. μαθής < μάθος < μανθάνω*, που σημαίνουν τον γνώστη, αυτόν που έχει μάθει και γνωρίζει κάτι.Παραδείγματα σύνθ. σε μαθής: αμαθής, αρτιμαθής, αυτομαθής, δυσμαθής, ευμαθής, ημιμαθής,… … Dictionary of Greek
ιταλομάθεια — η [ιταλομαθής] η άρτια γνώση τής ιταλικής γλώσσας … Dictionary of Greek